Το νησί της Χρυσής είναι ένα νησί μήκους 7 χιλιομέτρων και μέγιστου πλάτους 2χιλιομέτρων βρίσκεται 8 ναυτικά μίλια Νότια της Νοτιότερης πόλης της Ευρώπης, την Ιεράπετρα Κρήτης.
Οι ακτές της Χρυσής περιβάλλονται από το Λιβυκό πέλαγος της Μεσογείου. Από την στιγμή που ο επισκέπτης έλθει στην Χρυσή, μαγνητίζεται από το εξωτικό φυσικό τοπίο που κυριαρχείται από κέδρους, χρυσή άμμο και γαλαζοπράσινα νερά. Οι φυσικές εικόνες και οι ρυθμοί της φύσης, δίνουν αμέσως στον επισκέπτη ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας. Η βόλτα στο δάσος, η κολύμβηση σε κρυστάλλινη καθαρή θάλασσα, σε συνδυασμό με την απαλή μυρωδιά του κέδρου και το καθαρό οξυγόνο, ολοκληρώνουν την εμπειρία διακοπών του επισκέπτη, προσφέροντάς του ένα αξέχαστο αίσθημα βαθιάς χαλάρωσης. Αυτός είναι ο λόγος που η Νήσος Χρυσή καλωσορίζει κάθε καλοκαίρι όλο και περισσότερους επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Στο νησί υπάρχει ένα μικρό bar στην βόρεια πλευρά, μια μικρή ταβέρνα/καντίνα στην νότια πλευρά , μία ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ένας φάρος στην βορειοδυτική πλευρά και ένα οίκημα στην βορειοανατολική πλευρά. Το νησί έχει μεγάλο αριθμό από κοχύλια, κυρίως στην βόρεια πλευρά, το οποίο είναι και ένα από τα διακριτικά χαρακτηριστικά του Νησιού. Για έξι μήνες το χρόνο - από μέσα Μάϊου μέχρι τέλος Οκτωβρίου, υπάρχουν δρομολόγια με καραβάκια που αναχωρούν από τα λιμάνια Ιεράπετρας και Μακρύ Γιαλού, με προορισμό την Χρυσή σε καθημερινή βάση. Ύστερα από 1 περίπου ώρα ταξίδι τα σκάφη πλησιάζουν την νότια πλευρά του νησιού, η οποία είναι συνήθως πιο ήρεμη. Η έξοδος των επισκεπτών στο νησί γίνεται στην θέση "Βουγιού Μάτι" όπου υπάρχει μια μικρή προβλήτα, υποδοχή και η ταβέρνα/καντίνα. Το νησί Χρυσή, προστατεύεται από το πρόγραμμα Natura 2000, ως "περιοχή έντονου φυσικού κάλλους", καθώς επίσης έχει ορισθεί ως καταφύγιο άγριας ζωής. Το νησί φιλοξενεί το μεγαλύτερο φυσικώς σχηματιζόμενο δάσος Λιβανέζικου κέδρου στην Ευρώπη. Η πλειοψηφία των δέντρων έχουν μέση ηλικία τα 200 χρόνια και μέσο ύψος τα 7 μέτρα, μερικά δέντρα είναι πάνω από 300 χρονών και έχουν 10 μέτρα ύψος. Η πυκνότητα είναι περίπου 28 δέντρα ανά εκτάριο. Η επαφή με ένα τόσο μοναδικό φυσικό περιβάλλον, δημιουργεί/καλλιεργεί περιβαλλοντική συνείδηση στον επισκέπτη, και απαιτεί σεβασμό στις φυσικές του λειτουργίες.